υπομελαίνω

υπομελαίνω
ΜΑ
(αμτβ.) είμαι κάπως μαύρος, είμαι μαυρειδερός
μσν.
παθ. ὑπομελαίνομαι
(αποθ.) μτφ. είμαι κάπως ασαφής, ακατάληπτος
αρχ.
(μτβ.) μαυρίζω κάτι κάπως, λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μελαίνω «μαυρίζω» (< μέλας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπομελανίζω — ΜΑ είμαι κάπως μαύρος, ὑπομελαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελανίζω «είμαι μελανωπός» (< μέλας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”